ἐπιδέσεις

ἐπιδέσεις
ἐπίδεσις
bandaging
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπίδεσις
bandaging
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιδεσιολογία — η μελέτη των επιδέσεων, ειδικότητα στις επιδέσεις …   Dictionary of Greek

  • γουταπέρκα — Ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών του γένους δίχοψις. Η ακατέργαστη γ. είναι μείγμα ρητινών και υδρογοναθράκων του τύπου (C5H8)x (πολυϊσοπρένιο). Η καθαρή γ. παρουσιάζει σύνταξη ανάλογη με εκείνη του καουτσούκ, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”